Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
building [βρετ ˈbɪldɪŋ, αμερικ ˈbɪldɪŋ] ΟΥΣ
1. building:
I. build [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΟΥΣ
II. build <απλ παρελθ, μετ παρακειμ built> [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
III. build <απλ παρελθ, μετ παρακειμ built> [βρετ bɪld, αμερικ bɪld] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. build (construct):
ιδιωτισμοί:
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ ουσ πλ
1. offices (services):
στο λεξικό PONS
II. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
2. build μτφ:
III. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. build (construct):
office [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
II. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ μεταβ
2. build μτφ:
III. build <built, built> [bɪld] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. build (construct):
building ΟΥΣ
1. building (place):
3. building (process):
-
- construction θηλ
office [ˈa·fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
| I | build |
|---|---|
| you | build |
| he/she/it | builds |
| we | build |
| you | build |
| they | build |
| I | built |
|---|---|
| you | built |
| he/she/it | built |
| we | built |
| you | built |
| they | built |
| I | have | built |
|---|---|---|
| you | have | built |
| he/she/it | has | built |
| we | have | built |
| you | have | built |
| they | have | built |
| I | had | built |
|---|---|---|
| you | had | built |
| he/she/it | had | built |
| we | had | built |
| you | had | built |
| they | had | built |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.