I. heiß [hais] ΕΠΊΘ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (heftig):
8. heiß προσδιορ οικ (aussichtsreich):
II. heiß [hais] ΕΠΊΡΡ
1. heiß (sehr warm):
2. heiß (innig):
3. heiß (erbittert):
heiß um·strit·ten, heiß·um·strit·ten ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.