quelque chose
quelque chose → chose
I. chose [ʃoz] ΟΥΣ θηλ
1. chose:
2. chose πλ (ensemble d'événements, de circonstances):
3. chose (ce dont il s'agit):
4. chose (paroles):
6. chose ΝΟΜ:
ιδιωτισμοί:
II. chose [ʃoz] ΑΝΤΩΝ
ιδιωτισμοί:
III. chose [ʃoz] ΟΥΣ αρσ οικ (truc, machin)
IV. chose [ʃoz] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- quatrièmement
- quatuor
- que
- Québec
- québécisme
- quelque chose
- quelquefois
- quelque part
- quelques-uns
- quémander
- quenelle