immobilier [imɔbilje] ΟΥΣ αρσ
immobilier (-ière) [imɔbilje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- société immobilière
- agence immobilière
- Maklerbüro ουδ
- chose immobilière
- part immobilière
- fortune immobilière ΝΟΜ
- Grundvermögen ειδικ ορολ
- gérance immobilière
- promotion immobilière
- Baugeschäft ουδ
- saisie immobilière
- action hypothécaire/immobilière