- noir(e) plan, âme
-
- noir(e) œil, regard
-
- marché noir
- Schwarzmarkt αρσ
- noir(e) magie, messe
-
- pied-noir
-
- pied-noir
-
-
- Grauburgunder αρσ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.