I. nocturne [nɔktyʀn] ΕΠΊΘ
1. nocturne:
2. nocturne CH (du soir):
- vente nocturne
-
II. nocturne [nɔktyʀn] ΟΥΣ αρσ
1. nocturne:
- nocturne
- Nachtvogel αρσ
III. nocturne [nɔktyʀn] ΟΥΣ θηλ
1. nocturne (manifestation nocturne):
2. nocturne (ouverture nocturne):
- nocturne
-
- nocturne
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.