te <devant une voyelle et un h muet t'> [tə] ΑΝΤΩΝ pers
1. te:
2. te avec faire, laisser:
3. te avec être, devenir, sembler τυπικ:
4. te avec les verbes pronominaux:
I. plaire [plɛʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. plaire (charmer):
II. plaire [plɛʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ
plaire (être agréable):
III. plaire [plɛʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. plaire (se sentir à l'aise):
2. plaire (s'apprécier):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.