I. quand [kɑ͂] ΕΠΊΡΡ
II. quand [kɑ͂] ΣΎΝΔ
1. quand (temporel):
2. quand οικ (le moment où, le fait que):
- quand
-
3. quand (puisque):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.