I. indispensable [ɛ͂dispɑ͂sabl] ΕΠΊΘ
- indispensable précautions
-
- indispensable devoir
-
- indispensable objet, personne
-
II. indispensable [ɛ͂dispɑ͂sabl] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.