Oxford Spanish Dictionary
camisa ΟΥΣ θηλ
1. camisa ΜΌΔΑ:
I. empeñar ΡΉΜΑ μεταβ
II. empeñarse ΡΉΜΑ vpr
2.1. empeñarse (esforzarse):
2.2. empeñarse (obstinarse):
corto1 (corta) ΕΠΊΘ
1.1. corto (en longitud):
1.2. corto (en duración):
2. corto (escaso, insuficiente):
3.1. corto οικ (tímido):
στο λεξικό PONS
manga1 ΟΥΣ θηλ
1. manga (del vestido):
5. manga ΜΑΓΕΙΡ:
6. manga οικ (borrachera):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.