στο λεξικό PONS
I. up·ˈmar·ket [ˌʌpˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈʌpˌmɑ:r-] ΕΠΊΘ
upmarket goods:
II. up·ˈmar·ket [ˌʌpˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈʌpˌmɑ:r-] ΕΠΊΡΡ
I. mar·ket [ˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ
1. market (place):
2. market (demand):
3. market (trade):
4. market (customers):
II. mar·ket [ˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ modifier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
upmarket ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- upland
- uplevel
- uplift
- uplift bra
- uplifted
- up-market
- upmarket
- upmost
- upon
- upper
- upper-body