στο λεξικό PONS
 
  
 an·spruchs·voll ΕΠΊΘ
1. anspruchsvoll (besondere Anforderungen habend):
2. anspruchsvoll (geistige Ansprüche stellend):
-  anspruchsvoll Geschmack, Lesestoff, Film a.
-  
3. anspruchsvoll (qualitativ hochwertig):
An·spruchs·vol·le(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 anspruchsvoll ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
anspruchsvoll ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
 
  
 Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
