I. fach·lich ΕΠΊΘ
1. fachlich Wissen, Ausbildung:
- fachlich (fachbezogen)
-
- fachlich (spezialisiert)
-
II. fach·lich ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.