στο λεξικό PONS
suc·cess <pl -es> [səkˈses] ΟΥΣ
1. success no pl (attaining goal):
2. success (successful person or thing):
busi·ness suc·ˈcess ΟΥΣ
suc·ˈcess fac·tor ΟΥΣ
suc·ˈcess sto·ry ΟΥΣ
suc·ˈcess rate ΟΥΣ
-
- Erfolgsquote θηλ
box of·fice suc·ˈcess ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
success ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Erfolg αρσ
economic success ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
business success ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
success factor ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
financial success ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
success story ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
commercial success ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
linked to success phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
reproductive success ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
chances of success ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.