στο λεξικό PONS
self <pl selves> [self] ΟΥΣ
1. self (personality):
2. self no pl μειωτ τυπικ:
I. em·ployed [ɪmˈplɔɪd, αμερικ emˈ-] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
1. employed (in paid work):
2. employed (used profitably):
II. em·ployed [ɪmˈplɔɪd, αμερικ emˈ-] ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
per·son <pl people [or τυπικ -s]> [ˈpɜ:sən, αμερικ ˈpɜ:r-] ΟΥΣ
1. person (human):
2. person ΓΛΩΣΣ (verb form):
3. person ΝΟΜ:
employed ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
self-employed person ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
person ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Person θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.