στο λεξικό PONS
I. stu·pid <-er, -est [or more stupid, most stupid]> [ˈstju:pɪd, αμερικ esp ˈstu:-] ΕΠΊΘ
1. stupid (slow-witted):
I. plain [pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain:
2. plain (uncomplicated):
3. plain (clear):
4. plain προσδιορ, αμετάβλ (sheer):
5. plain (unattractive):
II. plain [pleɪn] ΕΠΊΡΡ
plain ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
