I. blöd <blöder, am blöd(e)sten> [blø:t], blö·de [ˈblø:də] ΕΠΊΘ
2. blöd οικ (unangenehm):
II. blöd <blöder, am blöd(e)sten> [blø:t], blö·de [ˈblø:də] ΕΠΊΡΡ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.