στο λεξικό PONS
ex·po·sure [ɪkˈspəʊʒəʳ, ekˈ-, αμερικ -ˈspoʊʒɚ] ΟΥΣ
1. exposure (being unprotected):
2. exposure no pl (contact with elements):
3. exposure no pl (revelation):
4. exposure no pl (media coverage):
5. exposure ΦΩΤΟΓΡ:
7. exposure (position):
8. exposure no pl (contact):
9. exposure ΟΙΚΟΝ (risk assessment):
10. exposure ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
-
- Haltedauer θηλ
cur·ren·cy [ˈkʌrən(t)si, αμερικ ˈkɜ:r-] ΟΥΣ
1. currency (money):
exposure ΟΥΣ
- exposure ΤΕΧΝΟΛ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
currency exposure ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
exposure ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Haltedauer θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.