στο λεξικό PONS
who [hu:] ΑΝΤΩΝ
1. who ερωτημ (which person):
- who
-
2. who ερωτημ (whom):
3. who ερωτημ (unknown person):
4. who αναφορ (with defining clause):
5. who αναφορ (with non-defining clause):
ιδιωτισμοί:
WHO [ˌdʌbl̩ju:ˌeitʃˈəʊ, αμερικ -ˈɔʊ] ΟΥΣ no pl
WHO συντομογραφία: World Health Organization
- WHO
- WHO θηλ
World Health Organization (WHO)
World ˈHealth Or·gani·za·tion ΟΥΣ, WHO ΟΥΣ no pl, + ενικ/pl ρήμα
World ˈHealth Or·gani·za·tion ΟΥΣ, WHO ΟΥΣ no pl, + ενικ/pl ρήμα
who's [hu:z]
who's = who is, who has, who
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.