στο λεξικό PONS
I. child <pl -dren> [tʃaɪld, pl tʃɪldrən] ΟΥΣ
1. child (young human):
2. child:
3. child μειωτ (immature person):
- child
-
- child
-
ιδιωτισμοί:
II. child <pl -dren> [tʃaɪld, pl tʃɪldrən] ΟΥΣ modifier
- child prostitution
-
bat·tered ˈchild ΟΥΣ
- battered child
-
ˈlatch·key child ΟΥΣ
- latchkey child
-
I. child sup·ˈport ΟΥΣ
- child support
-
ˈchild-re·sist·ant ΕΠΊΘ τυπικ
- child-resistant
-
ˈchild steal·ing ΟΥΣ ΝΟΜ
- child stealing
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


child (benefit) allowance ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς


Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.