Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
licence βρετ, license αμερικ [βρετ ˈlʌɪs(ə)ns, αμερικ ˈlaɪs(ə)ns] ΟΥΣ
1. licence (to make, sell sth):
2. licence:
I. special [βρετ ˈspɛʃ(ə)l, αμερικ ˈspɛʃəl] ΟΥΣ
3. special (extra broadcast):
4. special (additional transport):
5. special βρετ → special constable
II. special [βρετ ˈspɛʃ(ə)l, αμερικ ˈspɛʃəl] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. special [ˈspeʃ· ə l] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.