Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. salt [βρετ sɔːlt, sɒlt, αμερικ sɔlt] ΟΥΣ
1. salt:
V. salt [βρετ sɔːlt, sɒlt, αμερικ sɔlt]
SALT [βρετ sɔːlt, sɒlt, αμερικ sɔlt] ΟΥΣ
SALT → Strategic Arms Limitation Talks
I. smell [βρετ smɛl, αμερικ smɛl] ΟΥΣ
1. smell (odour):
II. smell <απλ παρελθ, μετ παρακειμ smelled, smelt βρετ> [βρετ smɛl, αμερικ smɛl] ΡΉΜΑ μεταβ
1. smell κυριολ:
III. smell <απλ παρελθ, μετ παρακειμ smelled, smelt βρετ> [βρετ smɛl, αμερικ smɛl] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. smell (have odour):
2. smell μτφ:
στο λεξικό PONS
I. salt [sɔ:lt] ΟΥΣ
salt a. μτφ:
SALT [sɔ:lt] ΟΥΣ
SALT συντομογραφία: Strategic Arms Limitation Talks
I. smell <smelt, smelt βρετ, αυστραλ [or -ed, -ed αμερικ, αυστραλ]> [smel] ΟΥΣ
II. smell <smelt, smelt βρετ, αυστραλ [or -ed, -ed αμερικ, αυστραλ]> [smel] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. salt [sɔlt] ΟΥΣ
salt a. μτφ:
SALT [sɔlt] ΟΥΣ
SALT συντομογραφία: Strategic Arms Limitation Talks
I. smell <-ed [or smelt] , -ed [or smelt]> [smel] ΟΥΣ
II. smell <-ed [or smelt] , -ed [or smelt]> [smel] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | salt |
|---|---|
| you | salt |
| he/she/it | salts |
| we | salt |
| you | salt |
| they | salt |
| I | salted |
|---|---|
| you | salted |
| he/she/it | salted |
| we | salted |
| you | salted |
| they | salted |
| I | have | salted |
|---|---|---|
| you | have | salted |
| he/she/it | has | salted |
| we | have | salted |
| you | have | salted |
| they | have | salted |
| I | had | salted |
|---|---|---|
| you | had | salted |
| he/she/it | had | salted |
| we | had | salted |
| you | had | salted |
| they | had | salted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- smattering
- SME
- smear
- smear campaign
- smear tactics
- smelling salts
- smell out
- smelly
- smelt
- smelter
- smelting