Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. am|er (amère) [amɛʀ] ΕΠΊΘ κυριολ, μτφ
I. doux-amer (douce-amère) <αρσ πλ θηλ πλ doux-amers,> [duzamɛʀ, dusamɛʀ] ΕΠΊΘ μτφ
II. douce-amère ΟΥΣ θηλ
douce-amère θηλ:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.