Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
labored ΕΠΊΘ αμερικ
labored → laboured
labor ΟΥΣ αμερικ
labor → labour
I. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΟΥΣ
1. labour (gen):
2. labour (workforce):
3. labour ΙΑΤΡ:
II. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labour (work, try hard):
2. labour (have difficulties):
I. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΟΥΣ
1. labour (gen):
2. labour (workforce):
3. labour ΙΑΤΡ:
II. labour βρετ, labor αμερικ [βρετ ˈleɪbə, αμερικ ˈleɪbər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labour (work, try hard):
2. labour (have difficulties):
στο λεξικό PONS
labor [αμερικ ˈleɪbɚ] ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ
labor → labour
I. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΟΥΣ
II. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΟΥΣ
II. labour [ˈleɪbəʳ, αμερικ -bɚ] ΡΉΜΑ αμετάβ
casual labour ΟΥΣ
I. labor [ˈleɪ·bər] ΟΥΣ
II. labor [ˈleɪ·bər] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. labor (work hard):
2. labor (do with effort):
casual labor ΟΥΣ
labor pains ΟΥΣ πλ ΙΑΤΡ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.