Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. act|if (active) [aktif, iv] ΕΠΊΘ
1. actif (occupé):
2. actif (pas passif):
II. act|if (active) [aktif, iv] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (qui travaille)
III. act|if ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
I. actif (-ive) [aktif, -iv] ΕΠΊΘ
1. actif (dynamique, productif) a. ΗΛΕΚ, ΓΛΩΣΣ:
I. actif (-ive) [aktif, -iv] ΕΠΊΘ
1. actif (dynamique, productif) a. ΗΛΕΚ, ΓΛΩΣΣ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.