Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
mouvementé (mouvementée) [muvmɑ̃te] ΕΠΊΘ
1. mouvementé:
2. mouvementé relief, terrain:
- mouvementé (mouvementée)
-
στο λεξικό PONS
mouvementé(e) [muvmɑ̃te] ΕΠΊΘ
1. mouvementé (agité):
2. mouvementé (accidenté):
- mouvementé(e)
-
mouvementé(e) [muvmɑ͂te] ΕΠΊΘ
1. mouvementé (agité):
2. mouvementé (accidenté):
- mouvementé(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.