Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette




I. réduit (réduite) [ʀedɥi, it] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
réduit → réduire
II. réduit (réduite) [ʀedɥi, it] ΕΠΊΘ
1. réduit (diminué):
3. réduit (petit):
III. réduit ΟΥΣ αρσ
I. réduire [ʀedɥiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. réduire (diminuer):
2. réduire:
3. réduire (transformer):
4. réduire (en simplifiant):
5. réduire (obliger):
6. réduire (vaincre):
II. réduire [ʀedɥiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ ΜΑΓΕΙΡ
III. se réduire ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. se réduire (diminuer):
2. se réduire (consister seulement en):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.