στο λεξικό PONS
Ma·gen <-s, Mägen [o. -]> [ˈma:gn̩, πλ ˈmɛ:gn̩] ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gleitender 200-Tage-Durchschnitt phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
gesamtwirtschaftliche Lage phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Placing Agent ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ein-Tages-Veränderung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Fiscal Agent ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Principal-Agent-Problematik ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Agent ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.