στο λεξικό PONS
Auf·trags·kil·ler(in) <-s, -> [-kɪlɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auftragskiller ΝΟΜ μειωτ:
Auf·trag·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Auf·trag·ge·ber(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Sucht·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Son·der·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΠΟΛΙΤ
Un·ter·auf·trag·neh·mer(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΕΜΠΌΡ
Wehr·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ
Me·di·en·be·auf·trag·te(r) <-n, -n; -, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ)
Auftragsschreiber(in) ΟΥΣ
Schutzbeauftragte(r) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zahlungsauftraggeber ΟΥΣ θηλ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Euro-Zahlungsauftrag ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Auftragsnachlass ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.