στο λεξικό PONS
ˈmake-up ΟΥΣ
1. make-up no pl (cosmetics):
2. make-up of a group, a population:
3. make-up (character):
5. make-up αμερικ (exam):
-
- Nachholprüfung θηλ
ˈmake-up mir·ror ΟΥΣ
-
- Schminkspiegel αρσ
ˈmake-up bag ΟΥΣ
-
- Kosmetiktasche θηλ
ˈmake-up kit ΟΥΣ
-
- Schminkset ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
makeup of the population ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.