Nach·prü·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Nachprüfung (das Nachprüfen):
2. Nachprüfung ΣΧΟΛ (nachträgliche Prüfung):
- Nachprüfung
- resit βρετ
- Nachprüfung
-
-
- Nachprüfung θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.