στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
appello [apˈpɛllo] ΟΥΣ αρσ
1. appello (invocazione, supplica):
- appello
-
- appello
-
2. appello (esortazione):
3. appello ΣΧΟΛ (verifica):
6. appello ΝΟΜ:
- appello
-
-
- appello αρσ (for a)
-
- appello αρσ (for per; on behalf of a favore di)
-
- appello αρσ (against contro; to a)
-
- appello αρσ
-
- interporre appello
στο λεξικό PONS
appello [ap·ˈpɛl·lo] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.