στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. ferito [feˈrito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
ferito → ferire
II. ferito [feˈrito] ΕΠΊΘ
III. ferito [feˈrito] ΟΥΣ αρσ
I. ferire [feˈrire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. ferire (provocare una ferita):
2. ferire (offendere):
II. ferirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.