στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
desperate [βρετ ˈdɛsp(ə)rət, αμερικ ˈdɛsp(ə)rət] ΕΠΊΘ
1. desperate:
- desperate person, act, attempt, measure, plea, situation
-
στο λεξικό PONS
desperate [ˈdes·pə·rət] ΕΠΊΘ
1. desperate measure, solution:
2. desperate (serious):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.