Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
desperate [βρετ ˈdɛsp(ə)rət, αμερικ ˈdɛsp(ə)rət] ΕΠΊΘ
1. desperate:
- desperate person, act, attempt, measure, plea, situation
-
-
- desperate
-
- desperate
-
- desperate
στο λεξικό PONS
desperate [ˈdespərət] ΕΠΊΘ
desperate [ˈdes·p ə r·ət] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.