Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. irrémédiable [iʀ(ʀ)emedjabl] ΕΠΊΘ
- irrémédiable perte, faute
-
- irrémédiable déclin
- irremediable τυπικ
- irrémédiable déclin
-
- irrémédiable situation
- irremediable τυπικ
- irrémédiable situation
-
στο λεξικό PONS
I. irrémédiable [iʀemedjabl] ΕΠΊΘ
- irrémédiable aggravation
-
- irrémédiable défaite
-
- irrémédiable erreur, défaut
-
- irrémédiable malheur
-
- irrémédiable situation
-
II. irrémédiable [iʀemedjabl] ΟΥΣ αρσ
- l'irrémédiable
-
I. irrémédiable [iʀemedjabl] ΕΠΊΘ
- irrémédiable aggravation
-
- irrémédiable défaite
-
- irrémédiable erreur, défaut
-
- irrémédiable malheur
-
- irrémédiable situation
-
II. irrémédiable [iʀemedjabl] ΟΥΣ αρσ
- l'irrémédiable
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- l'irrémédiable