στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. disperato [dispeˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
disperato → disperare
II. disperato [dispeˈrato] ΕΠΊΘ
1. disperato (sconsolato, desolato):
2. disperato (estremo):
3. disperato (senza speranza):
IV. disperato [dispeˈrato]
I. disperare [dispeˈrare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
στο λεξικό PONS
I. disperato (-a) [dis·pe·ˈra:·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.