στο λεξικό PONS
Wahl <-, -en> [va:l] ΟΥΣ θηλ
1. Wahl ΠΟΛΙΤ (Abstimmung):
- Wahl
-
- Wahl
-
2. Wahl kein πλ (Ernennung):
3. Wahl kein πλ (das Auswählen):
4. Wahl (Alternative):
- Wahl
-
- Wahl
-
5. Wahl ΟΙΚΟΝ (Klasse):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Wahl ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Wahl (Abstimmung)
-
- Wahl (Abstimmung)
-
Wahl ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Wahl (Ernennung)
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Wahl des Lebensraums
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.