στο λεξικό PONS
Le·bens·raum <-(e)s, -räume> ΟΥΣ αρσ
1. Lebensraum kein πλ (Entfaltungsmöglichkeiten):
- Lebensraum ΙΣΤΟΡΊΑ
-
2. Lebensraum (Biotop):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.