Le·bens·part·ner(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Lebenspartner → Lebensgefährte
Le·bens·ge·fähr·te (-ge·fähr·tin) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ αρσ (θηλ) τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.