στο λεξικό PONS
 
  
 Ar·beits·platz <-es, -plät·ze> ΟΥΣ αρσ
1. Arbeitsplatz (Arbeitsstätte):
2. Arbeitsplatz (Stelle):
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Arbeitsplatz ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Arbeitsplatz ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
