är·ger [ˈɛrgɐ] ΕΠΊΘ
ärger συγκρ: arg
I. arg <ärger, ärgste> [ark] ΕΠΊΘ bes. νοτιογερμ
1. arg (schlimm):
2. arg προσδιορ (groß):
Är·ger <-s> [ˈɛrgɐ] ΟΥΣ αρσ kein πλ
1. Ärger (Wut):
2. Ärger (Unannehmlichkeiten):
I. arg <ärger, ärgste> [ark] ΕΠΊΘ bes. νοτιογερμ
1. arg (schlimm):
2. arg προσδιορ (groß):
- verrauchen Zorn, Ärger
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.