στο λεξικό PONS
Satz1 <-es, Sätze> [zats, πλ ˈzɛtsə] ΟΥΣ αρσ
1. Satz ΓΛΩΣΣ:
4. Satz (Set):
5. Satz ΤΥΠΟΓΡ:
7. Satz ΑΘΛ:
8. Satz ΜΑΘ:
Sau <-, Säue [o. Sauen]> [zau, πλ ˈzɔyə, ˈzauən] ΟΥΣ θηλ
4. Sau < πλ Säue> μειωτ αργκ (Schimpfwort für eine Frau):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
IAO ΟΥΣ θηλ
IAO συντομογραφία: internationale Arbeitsorganisation ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Point-of-Sale ΟΥΣ αρσ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
marktüblicher Satz phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Asset-Sale ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
SAF ΟΥΣ θηλ
SAF συντομογραφία: Structural Adjustment Facility ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Interbanken-Satz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.