Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. pays (payse) [pei, iz] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (compatriote)
II. pays ΟΥΣ αρσ
1. pays (État):
2. pays (région):
III. pays (payse) [pei, iz]
IV. pays (payse) [pei, iz]
conquérir [kɔ̃keʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
Pays-Bas [peibɑ] αρσ πλ
 
  
 -  hinterland (of port)
-  
-  
-  pays αρσ πλ industrialisés
-  
-  pays αρσ enchanté
-  
-  arrière -pays αρσ
-  
-  pays αρσ expéditeur
στο λεξικό PONS
 
  
 pays [pei] ΟΥΣ αρσ
1. pays (nation, État):
-  pays
-  
2. pays sans πλ (région):
5. pays (milieu favorable à):
arrière-pays [aʀjɛʀpei] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
-  arrière-pays
-  
Pays-Bas [peibɑ] ΟΥΣ mpl
 
  
 pays [pei] ΟΥΣ αρσ
1. pays (nation, État):
-  pays
-  
2. pays sans πλ (région):
5. pays (milieu favorable à):
arrière-pays [aʀjɛʀpei] ΟΥΣ αρσ αμετάβλ
-  arrière-pays
-  
Pays-Bas [peibɑ] ΟΥΣ mpl
-  reconquérir pays
-  
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
