

paysag|er (paysagère) [peizaʒe, ɛʀ] ΕΠΊΘ
1. paysager (relatif à l'environnement):
- paysager (paysagère)
-
- projet paysager
-
2. paysager (aménagé):
- paysager (paysagère) jardin, parc
-


-
- aménagement αρσ paysager
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.