shat [ʃæt] ΡΉΜΑ αμετάβ esp βρετ
shat παρελθ, μετ παρακειμ of shit
I. shit [ʃɪt] πολύ οικ! ΟΥΣ
1. shit no pl (faeces):
2. shit (diarrhoea):
3. shit no pl (nonsense):
4. shit no pl (flak):
5. shit no pl (unfairness):
6. shit no pl αμερικ (anything):
7. shit no pl esp αμερικ (things):
8. shit προσβλ (contemptible person):
ιδιωτισμοί:
III. shit <-tt-, shit [or βρετ a. shat] [or shitted], shit [or βρετ a. shat] [or shitted]> [ʃɪt] πολύ οικ! ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. shit <-tt-, shit [or βρετ a. shat] [or shitted], shit [or βρετ a. shat] [or shitted]> [ʃɪt] πολύ οικ! ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.