στο λεξικό PONS
pub·lic ˈhealth ΟΥΣ no pl
public health ΟΥΣ
pub·lic ˈhealth ser·vice ΟΥΣ
ˈpub·lic-health ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
health [helθ] ΟΥΣ no pl
1. health (bodily wellness):
I. pub·lic [ˈpʌblɪk] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. public (of the people):
2. public (for the people):
3. public (not private):
4. public (state):
5. public ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
II. pub·lic [ˈpʌblɪk] ΟΥΣ + ενικ/pl ρήμα
1. public (the people):
2. public (patrons):
3. public (not in private):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.