στο λεξικό PONS
per·son <pl people [or τυπικ -s]> [ˈpɜ:sən, αμερικ ˈpɜ:r-] ΟΥΣ
1. person (human):
2. person ΓΛΩΣΣ (verb form):
3. person ΝΟΜ:
I. natu·ral [ˈnætʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΕΠΊΘ
1. natural (not artificial):
2. natural (as in nature):
3. natural (caused by nature):
4. natural (inborn):
6. natural (normal):
7. natural after ουσ ΜΟΥΣ:
II. natu·ral [ˈnætʃərəl, αμερικ -ɚəl] ΟΥΣ
1. natural επιβεβαιωτ οικ:
2. natural ΜΟΥΣ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
natural person ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
person ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Person θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.