στο λεξικό PONS
maxi·ma [ˈmæksɪmə] ΟΥΣ
maxima pl of maximum
I. maxi·mum [ˈmæksɪməm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. maxi·mum <pl -ima [or -s]> [ˈmæksɪməm] ΟΥΣ [-ɪmə]
I. maxi·mum [ˈmæksɪməm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
II. maxi·mum <pl -ima [or -s]> [ˈmæksɪməm] ΟΥΣ [-ɪmə]
maxi·mum se·ˈcu·rity wing ΟΥΣ
maxi·mum se·ˈcu·rity pris·on ΟΥΣ
su·per-maxi·mum se·ˈcur·ity pris·on ΟΥΣ
maximum residue limit ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
maximum guaranty ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maximum amount ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maximum profitability ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maximum dividend ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maximum limit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Obergrenze θηλ
-
- Höchstgrenze θηλ
profit maximum ΟΥΣ CTRL
maximum credit limit ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
maximum access entitlement ΟΥΣ IT
maximum price mortgage ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
maximum data, maximum value [ˌmæksɪməmˈvæljuː] ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.