στο λεξικό PONS
ˈmar·riage li·cence ΟΥΣ
li·cence, αμερικ li·cense [ˈlaɪsən(t)s] ΟΥΣ
mar·riage [ˈmærɪʤ, αμερικ esp ˈmer-] ΟΥΣ
1. marriage:
2. marriage (relationship):
3. marriage no pl (state):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
licence, license αμερικ ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Bewilligung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.